Όταν η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, πράγμα που συμβαίνει σε εμάς σπάνια, ή στη διάρκεια των διακοπών ή στα εξοχικά σπίτια, το πρόβλημα της θέρμανσης αντιμετωπίζεται με πολύ διαφορετικά κριτήρια, αν θέλουμε πράγματι να χρησιμοποιήσουμε με ακρίβεια έναν οικονομικό υπολογισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι περιττό να εγκαταστήσουμε αυτόνομη κεντρική θέρμανση, που στοιχίζει ακριβά, αφού ξέρουμε ήδη πώς δεν θα την χρησιμοποιούμε ή θα την χρησιμοποιούμε πολύ λίγο.
Η λύση που εφαρμόζεται, στις πιο πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, είναι οι θερμάστρες και τα τζάκια. Τα τζάκια έχουν πολύ χαμηλή απόδοση που δεν δικαιολογεί τη χρήση τους για τη θέρμανση, αλλά μάλλον για την ευχαρίστηση που μας δίνουν όταν βλέπουμε τη ζωντανή φλόγα τους ή όταν ψήνουμε κανένα φαγητό στη θράκα. Για τις θερμάστρες το πράγμα είναι διαφορετικό. Στο εμπόριο βρίσκει κανείς σήμερα ηλεκτρικές θερμάστρες, θερμάστρες αερίου, υγραερίου, θερμάστρες που καίνε ξύλα ή κάρβουνα, όπως επίσης και θερμάστρες πετρελαίου που έχουν πολύ μεγάλη απόδοση και που η λειτουργία τους έχει απλοποιηθεί πολύ ή είναι αυτόματες.
Η επιλογή ανάμεσα σε όλους αυτούς τους τύπους, εξαρτάται, εκτός βέβαια από τις διαστάσεις του χώρου ή των χώρων που θέλουμε να θερμάνουμε, και από το περίσσευμα θερμότητας που πρέπει να έχουν οι διάφορες αυτές θερμάστρες, για να μην είναι πολύ δαπανηρές, αλλά και να κάνουν τη ζωή μέσα στο σπίτι όσο γίνεται πιο άνετη. Τις πιο πολλές φορές το πρόβλημα λύνεται με μια μόνο θερμάστρα, για πολλούς χώρους. Στην περίπτωση αυτή, μια θερμάστρα που δουλεύει με ακτινοβολία, όπως η κλασσική ηλεκτρική θερμάστρα ή η θερμάστρα γκαζιού, δεν είναι καθόλου κατάλληλη. Και αυτό γιατί η θερμική της ακτινοβολία χρησιμεύει μόνο για να ζεστάνει το χώρο μέσα στον οποίο βρίσκεται η θερμάστρα. Εξάλλου, πρέπει να είναι αναμμένη συνέχεια, γιατί μόλις σβήσει, η θερμοκρασία του δωματίου πέφτει πολύ γρήγορα.
Αντίθετα, οι θερμάστρες που λειτουργούν «δια επαφής» μας δίνουν τις πιο καλές λύσεις σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν τοποθετηθούν σωστά σε ένα κεντρικό σημείο του σπιτιού, προκαλούν μια τέτοια κυκλοφορία του αέρα, ώστε ο κρύος αέρας από τα γύρω δωμάτια να πηγαίνει προς τη θερμάστρα και να ζεσταίνεται, ενώ ο ζεστός να οδηγείται προς τα δωμάτια για να αντικαταστήσει τον κρύο. Οι θερμάστρες αυτές, εξάλλου, έχουν και μια ικανοποιητική «θερμική αδράνεια», δηλαδή την ικανότητα να αποθηκεύουν θερμότητα και να την αποδίδουν μετά το σβήσιμο της φωτιάς. Η ιδιότητα αυτή μας επιτρέπει να έχουμε αρκετή οικονομία στα καύσιμα.
Πάντως, έχει μεγάλη σημασία να θυμόμαστε ότι, όταν πρόκειται να εγκαταστήσουμε μια τέτοια «κεντρική» θερμάστρα, θα πρέπει να αποφύγουμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο να βάλουμε μια μεγάλη θερμάστρα σε ένα σχετικά μικρό χώρο, έστω και αν βρίσκεται στο κέντρο του σπιτιού, τόσο για τον κίνδυνο πυρκαγιάς που είναι τότε αυξημένος, όσο και για να αποφύγουμε την «υπερθέρμανση» του μικρού αυτού χώρου. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι καλύτερα, να καταφύγουμε σε δυο ή περισσότερες μικρές θερμάστρες. Για να ζεστάνουμε περισσότερους χώρους σε ένα διαμέρισμα, με μια μόνο πηγή θερμότητας, πρέπει να διευκολύνουμε την καλή κυκλοφορία στον κρύο αέρα και στον ζεστό, ανοίγοντας μάλιστα, αν χρειαστεί, και κατάλληλα ανοίγματα διελεύσεως του αέρα στα πιο ενδεδειγμένα σημεία.